- Ἀσκληπιείων
- Ἀσκληπίειοςfem gen plἈσκληπίειοςmasc/neut gen plἈσκληπιεῖονAsclepiosneut gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Επίδαυρος — Αρχαία πόλη της Αργολίδας. Βρισκόταν στις ακτές του Σαρωνικού, κοντά στον σημερινό οικισμό Παλαιά Επίδαυρος. Η πόλη ήταν περίφημη στην αρχαιότητα, όχι τόσο για την ιστορική της σημασία όσο για το περίφημο Ιερό του Ασκληπιού που βρισκόταν κοντά… … Dictionary of Greek
Ηπιόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Μέροπα και σύζυγος του θεού της ιατρικής Ασκληπιού, γιου του Απόλλωνα. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκαν δύο γιοι, ο Μαχάων και ο Ποδαλείριος, γιατροίτου ελληνικού εκστρατευτικού σώματος στην Τροία και ιδρυτές των… … Dictionary of Greek
Φίλιπποι — Αρχαία πόλη της Μακεδονίας, ΒΔ της Καβάλας, η οποία ιδρύθηκε (με το όνομα Κρηνίδες) το 360/59 π.Χ., γνώρισε αξιόλογη ανάπτυξη στα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, έζησε και άκμασε ως ρωμαϊκή πόλη περίπου επί τρεις αιώνες, δέχτηκε πρώτη στην… … Dictionary of Greek